- ἀκραεῖ
- ἀκρᾱεῖ , ἀκραήςblowing stronglymasc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)ἀκρᾱεῖ , ἀκραήςblowing stronglymasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακραεί — ἀκραεὶ επίρρ. [ἀκραὴς] (Α) (για ταξίδια) με δροσερή αύρα, με αίθριο καιρό … Dictionary of Greek
ἀκραέι — ἀκρᾱέϊ , ἀκραής blowing strongly dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακραής — ἀκραής, ὲς (Α) (για ανέμους) αυτός που πνέει με δύναμη, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ἄημι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκραεί] … Dictionary of Greek